πεντακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α

πεντακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α
αριθμ. απόλ., αριθμός από 5 εκατοντάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντακοσάρι — και πεντακοσάρικο, το 1. χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών 2. η πεντακοσάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντακοσάρι < πεντακόσ ια + κατάλ. άρι (πρβλ. πενηντ άρι, τρι άρι).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντακοσάρικο είναι ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • πεντακοσάρα — η 1. φιάλη νερού, κρασιού ή λαδιού χωρητικότητας πεντακοσίων δραμιών, πεντακοσάρι 2. (ιδιωμ.) μοτοσυκλέτα με κινητήρα 500 κυβικών εκατοστομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσ ια + κατάλ. άρα (πρβλ. δεκ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • πεντακοσαριά — η (συν. φρ.) «καμιά πεντακοσαριά» σύνολο ή ομάδα από πεντακόσια περίπου πρόσωπα ή πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσ ια + κατάλ. αριά (πρβλ. δεκ αριά, πενηντ αριά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”